- τολμηρότερος
- τολμηρόςhardihoodmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ντε Βετ, Κριστιάν Ρούντολφ — (Christiaan Rudolph De Wet, Λιούκοπ, Οράγγη, 1854 – Μπλουμφορντέιν, Οράγγη 1922). Νοτιοαφρικανός πολιτικός. Φλογερός πατριώτης και φανατικός εχθρός των Άγγλων, αποδείχτηκε ο ικανότερος και τολμηρότερος αρχηγός των «κομμάντος» στον Πόλεμο των… … Dictionary of Greek
ՅԱՆԴԳՆԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0324 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ա.մ. τολμηρότερος, ον, θρασύτερος audacior, ius. Առաւել յանդուգն. կարի յանդգնութեամբ. *Ջեռեալ առ ʼի յանդգնագոյն դսրովանս. Իսիւք.: *Յանդգնագոյնս զմտաւ ածել եւ սակս լռեցելոյն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)